- λοφαδίας
- λοφᾰδίας and [full] λοφίας, ου, ὁ,A first dorsal vertebra and skin over it, Poll.2.178.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λοφαδίας — και λοφίας, ὁ (Α) ο πρώτος ραχιαίος σπόνδυλος, καθώς και το δέρμα που βρίσκεται πάνω σ αυτόν. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόφος, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου *λοφάς, άδος (ἡ)] … Dictionary of Greek
λοφαδία — λοφαδίᾱ , λοφαδίας first dorsal vertebra and skin over it masc nom/voc/acc dual λοφαδίας first dorsal vertebra and skin over it masc voc sg λοφαδίᾱ , λοφαδίας first dorsal vertebra and skin over it masc voc sg (attic) λοφαδίᾱ , λοφαδίας first… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοφαδίαν — λοφαδίᾱν , λοφαδίας first dorsal vertebra and skin over it masc acc sg (attic epic doric aeolic) λοφαδίας first dorsal vertebra and skin over it masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοφίας — λοφίας, ιων. τ. λοφίης, ὁ (Α) (για ψάρι) 1. αυτός που έχει πτερύγιο στη ράχη του 2. ο λοφαδίας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόφος + επίθημα ίας (πρβλ. ακανθ ίας) … Dictionary of Greek
λόφος — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 790 μ., 74 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, 74 χλμ. Α της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διακοπτού. Μέχρι το 1955… … Dictionary of Greek